αγριομιλώ

αγριομιλώ
(α) 1. αμετ. грубо разговаривать;
2. μετ. грубить (кому-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αγριομιλώ" в других словарях:

  • αγριομιλώ — ( άω) μιλώ άγρια, απότομα, βάναυσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγρια + μιλώ. ΠΑΡ. αγριομίλημα] …   Dictionary of Greek

  • αγριομιλώ — αγριομίλησα, μιλώ με τρόπο απότομο, άγριο: Του αγριομίλησε για να προσέξει περισσότερο τα λόγια του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγριομίλημα — το [αγριομιλώ] βάναυσος, απότομος λόγος προς κάποιον …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»